ακαζάνιαστος

ακαζάνιαστος
-η, -ο [καζανιάζω]
αυτός που δεν μπήκε σε καζάνι, σε λέβητα, αυτός που δεν έβρασε
«ακαζάνιαστα τσίπουρα», τα τσίπουρα που δεν μπήκαν σε καζάνι για απόσταξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακαζάνιαστος — η, ο αυτός που δεν μπήκε στο καζάνι: Είχε ακόμη ακαζάνιαστα αρκετά τσίπουρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”